Η Aρχαία Έδεσσα υπήρξε μία σημαντική πόλη της Μακεδονίας, κτισμένη πάνω στο σημαντικότερο φυσικό πέρασμα, που συνέδεε την άνω ορεινή με την κάτω πεδινή Μακεδονία.

Η πόλη απλωνόταν σε δύο επίπεδα: Η Ακρόπολη βρισκόταν στην άκρη του βράχου της σύγχρονης Έδεσσας, ενώ η κάτω πόλη στους πρόποδες του βράχου στην πεδιάδα, που λόγω της βλάστησης φέρει την ονομασία Λόγγος. Η αστική οργάνωση της ολοκληρώθηκε τον 4ο αι. π.Χ., οπότε και αναφέρεται σε επιγραφικά κείμενα της πόλης. Διάφορα γεγονότα των πολεμικών συγκρούσεων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, πραγματοποιήθηκαν στο έδαφος της.

Από την Έδεσσα κατάγεται ο Χρυσόγονος, στρατηγός του βασιλιά Φιλίππου του Ε΄(220-179 π.Χ.) Γιος του τελευταίου υπήρξε ο Σάμος, γνωστός μακεδόνας επιγραμματοποιός. Κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων η πόλη απολαμβάνει τα ευεργετήματα της Pax Romana. Κόβει νομίσματα στον εμπροσθότυπο των οποίων υπάρχουν οι προτομές των αυτοκρατόρων και πίσω καθιστή η θεά Ρώμη, που στεφανώνεται από την πόλη της Έδεσσας.

Από τις επιγραφικές μαρτυρίες κυρίως είναι γνωστό ότι στην πόλη υπήρχε βουλευτήριο, γυμνάσιο, θέατρο και ναοί για τη λατρεία του Δία Ύψιστου, του Διόνυσου, της Άρτεμης, της Μητέρας των Θεών και της Μας. Από το ναό της τελευταίας θεότητας διασώζονται αρχιτεκτονικά μέλη, που είναι κατάγραφα με απελευθερωτικές επιγραφές δούλων.

Το β΄μισό του 3ου αι. μ.Χ. εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών παρατηρούνται εκτεταμένες επιδιορθώσεις του τείχους. Κατά τη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων η Έδεσσα εξακολουθεί να αναφέρεται ως civitas στα οδοιπορικά, καθώς και στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους. Το 479 μ.Χ. αποτέλεσε την έδρα των βυζαντινών στρατιωτικών δυνάμεων στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Γότθων. Οι επιδρομές των Αβαροσλάβων τον επόμενο αιώνα, σε συνδυασμό με μία σειρά από φυσικές καταστροφές πρέπει να υπήρξαν η αφορμή για τη σταδιακή εγκατάλειψη της Κάτω πόλης, για τον περιορισμό της κατοίκησης στην περιοχή της Ακρόπολης και τη μετατροπή της κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια σε Θεοφρούρητο κάστρο των Βοδενών”.

Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμου